στρατοδικείο

στρατοδικείο
(Νομ.). Ειδικό δικαστήριο, εξαιρετικής δικαιοδοσίας, που οι δικαστές του είναι αποκλειστικά αξιωματικοί. Το σ. δικάζει τις αξιόποινες πράξεις των στρατιωτικών, καθώς και των αιχμαλώτων πολέμου. Τα σ. διακρίνονται σε διαρκή και έκτακτα. Τα έκτακτα συγκαλούνται μόνο σε καιρό έκτακτων περιστάσεων, (πόλεμος, κατάσταση πολιορκίας, αποκλεισμού κλπ.), και αποτελούνται από τον πρόεδρο, τους στρατοδίκες, το γραμματέα και τον επίτροπο. Υπάρχουν επίσης και άλλα στρατιωτικά δικαστήρια (ναυτοδικεία, αεροδικεία κλπ.), που συνεδριάζουν σε συνθήκες κανονικού δημόσιου βίου.
* * *
το, Ν
(νομ.-στρ.) διαρκές στρατιωτικό δικαστήριο συγκροτημένο μόνον από αξιωματικούς τής στρατιωτικής δικαιοσύνης ή από αυτούς και από μάχιμους, το οποίο εκδικάζει αξιόποινες πράξεις και παραλείψεις τών στρατιωτικών, υπό ομαλές πολιτικές περιστάσεις, ενώ σε έκτακτες καταστάσεις, όπως λ.χ. μετά από κήρυξη στρατιωτικού νόμου, δικάζει τις αξιόποινες πράξεις και απλών πολιτών (α. «τακτικό στρατοδικείο» β. «έκτακτο στρατοδικείο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + -οικείο (< -δίκης < δίκη). Η λ., στον λόγιο τ. στρατοδικεῖον, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στρατοδικείο — το 1. δικαστήριο που δικάζει τους στρατιωτικούς. 2. «έκτακτο στρατοδικείο», στρατοδικείο που δικάζει πολίτες σε έκτακτες περιστάσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επίτροπος — Το πρόσωπο που έχει αναλάβει τη διαχείριση των συμφερόντων άλλου προσώπου ή φορέα. Πρόκειται για τιμητικό λειτούργημα, συνήθως άμισθο. Ο ε. διαθέτει την εξουσία, συνήθως προσωρινή, για την εκτέλεση καθηκόντων που αφορούν τις υποθέσεις τρίτου,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

  • Metapolitefsi — The Metapolitefsi (Greek: Μεταπολίτευση, translated as polity or regime change) was a period in Greek history after the fall of the Greek military junta of 1967–1974 that includes the transitional period from the fall of the dictatorship to the… …   Wikipedia

  • Greek Military Police — The Greek Military Police (Greek: Ελληνική Στρατιωτική Αστυνομία (ΕΣΑ), generally known in English by the acronym ESA ( Ellinikí Stratiotikí Astinomía ) was the main security (secret police) and intelligence organisation during the Greek military …   Wikipedia

  • έκτακτος — η, ο (AM ἔκτακτος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται ή προσλαμβάνεται έξω από την κανονική σειρά, ως βοηθητικός («έκτακτος υπάλληλος, καθηγητής») 2. ο μη τακτικός, ο μη προβλεπόμενος, απρόβλεπτος, ειδικός, ιδιαίτερος («έκτακτα έξοδα, φόροι») 3.… …   Dictionary of Greek

  • νεοκλασικισμός — Μεγάλη πολιτιστική κίνηση που διαδόθηκε ευρύτατα στην Ευρώπη στη δεύτερη πεντηκονταετία του 18ου και στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. Η αρχή του ανάγεται στο ενδιαφέρον για τις αρχαιολογικές σπουδές, που ανακινήθηκε μετά τις επιτυχείς ανασκαφές …   Dictionary of Greek

  • στρατός — Σύνολο στρατιωτικών δυνάμεων, οργανωμένο και διατηρούμενο από ένα κράτος για τη διεξαγωγή του χερσαίου πόλεμου. Στο μακρινό παρελθόν οι σ. ήταν συχνά προσωρινοί και διαλύονταν όταν τελείωνε ο πόλεμος, ενώ σήμερα είναι μόνιμοι, υπάρχουν δηλαδή και …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Αγριτέλης, Ευθύμιος — (Παράκοιλα Λέσβου 1876 – Αμάσεια 1921). Επίσκοπος Σήλων και εθνομάρτυρας. Σπούδασε στη Λειμωνιάδα σχολή της Λέσβου και συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Ιεροκήρυκας διαφόρων περιφερειών της Λέσβου και πρωτοσύγκελος της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”